- πολυερώμενος
- πολυ-ερώμενος, ον,A with many lovers, Diom.p.326 K.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυερώμενος — ον, Μ πολυέραστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐρώμενος (< ἐρῶ)] … Dictionary of Greek